- προύβαλον
- προέβαλον , προβάλλωthrowaor ind act 3rd plπροέβαλον , προβάλλωthrowaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προὔβαλον — προέβαλον , προβάλλω throw aor ind act 3rd pl προέβαλον , προβάλλω throw aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek